- διοιστρεω
- διοιστρέωδι-οιστρέωсильно раздражать, возбуждать
(διὰ τέν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(διὰ τέν δύναμιν τοῦ οἴνου διοιστρηθῆναι Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
διοιστρήσοντι — διοιστρέω fut part act masc/neut dat sg διοιστρέω fut ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοιστρεῖται — διοιστρέω pres ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοιστρηθῆναι — διοιστρέω aor inf pass … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διοιστρούμενος — διοιστρέω pres part mp masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)